Η έννοια ‘Συναισθηματική Νοημοσύνη’ εμπεριέχει δύο διακριτές έννοιες, την έννοια της νοημοσύνης, και αυτή του συναισθήματος, για τον προσδιορισμό των οποίων έχουν γίνει πολλές προσπάθειες από φιλοσόφους, ψυχολόγους και παιδαγωγούς.
Οι ορισμοί που έχουν δοθεί στον όρο νοημοσύνη είναι πολλοί, οι οποίοι, κυρίως, κάνουν αναφορά στα νοητικά επιτεύγματα του ατόμου και όχι τόσο στο τι είναι νοημοσύνη. Εάν λάβουμε υπόψη, για παράδειγμα, τους ορισμούς που κατά καιρούς έδωσαν στον όρο νοημοσύνη: α) ο Πλάτωνας, σύμφωνα με τον οποίο νοημοσύνη είναι ‘τάχος μάθησης’, β) ο Binet, ο πατέρας των ψυχομετρικών δοκιμασιών για τη μέτρηση της νοημοσύνης, ο οποίος θεώρησε ότι νοημοσύνη είναι ‘η κοινή λογική, το πρακτικό πνεύμα, η πρωτοβουλία, η ικανότητα προσαρμογής, κατανόησης, ανακάλυψης, διεύθυνσης και ελέγχου’, γ) μεταγενέστεροι μελετητές, όπως οι Stern και Claparède, που υποστήριξαν ότι νοημοσύνη είναι η ικανότητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις, αλλά και νεότεροι, όπως οι Spearman, Thurstone και Wechsler (βλ. Κασσωτάκης & Φλουρής, 2006, σελ. 240), οι οποίοι υιοθετώντας τους προηγούμενους ορισμούς υποστήριξαν ότι η νοημοσύνη δεν εκφράζει ένα μόνο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, αλλά είναι συνιστάμενη πολλών επιμέρους νοητικών λειτουργιών, και ε) σύγχρονοι εκφραστές της νοημοσύνης, όπως ο Gardner (1983, 1993), ο οποίος θεώρησε την έννοια αυτή ως μία δέσμη διαφόρων ικανοτήτων καθεμιά από τις οποίες αποτελεί ιδιαίτερη μορφή νοημοσύνης, είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι ‘νοημοσύνη είναι μία πολύπλοκη και πολυσύνθετη νοητική λειτουργία, στην οποία υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες, συνισταμένη των οποίων είναι η ικανότητα για απόκτηση νέων εμπειριών, για προσαρμογή σε νέες καταστάσεις και για αξιοποίηση της παλαιότερης εμπειρίας στην αντιμετώπιση νέων δυσκολιών ή προβλημάτων’ (βλ. Κασσωτάκης & Φλουρής, 2006, σελ. 241 και Φλουρής, 1996).
Οι ορισμοί που έχουν δοθεί και για την έννοια του συναισθήματος είναι τόσοι πολλοί και διαφορετικοί ώστε είναι παρακινδυνευμένο να δώσουμε, κατά τρόπο απόλυτο, ένα ορισμό. Από την αρχαιότητα, το συναίσθημα αναγνωρίζεται ως μία λειτουργία του οργανισμού, η οποία είτε από μόνη της είτε σε συνεργασία και αλληλεπίδραση με νοητικές λειτουργίες συμβάλλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου και ενισχύει την ικανότητα προσαρμογής του.
Λόγος για το συναίσθημα είχε γίνει πολύ πριν από τον Πλάτωνα, ο οποίος θεωρείται ο εκφραστής της πρώτης ολοκληρωμένης θεωρίας για τα συναισθήματα. Φιλόσοφοι, όπως ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής, ο Ηράκλειτος, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξαγόρας, οι οποίοι έδωσαν τις πρώτες ερμηνείες για το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, συνέδεσαν τα διάφορα συναισθήματα με στοιχεία του κόσμου καθώς και με διάφορες αντιδράσεις του ανθρώπινου σώματος. Ο Παρμενίδης, για παράδειγμα, πίστευε ότι το συναίσθημα του έρωτα συνενώνει τα αντίθετα του κόσμου, όπως, φως-σκοτάδι, θερμό-ψυχρό, κά. Ο Ηράκλειτος υποστήριζε ότι τα συναισθήματα εκπορεύονται από την ανθρώπινη ψυχή, η οποία είναι φωτιά και φλογερή εκπνοή και συνέδεσε την εμφάνιση ενός συναισθήματος με συγκεκριμένες σωματικές καταστάσεις, όπως η θερμοκρασία και ο ιδρώτας του σώματος, κά.
Μεταγενέστεροι φιλόσοφοι, όπως ο Πρωταγόρας, ο Δημόκριτος, ο Σωκράτης κά., οι οποίοι προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις σε ζητήματα που αφορούν στον ίδιο τον άνθρωπο, την ηθική συμπεριφορά ή την κατάκτηση της γνώσης, απέδωσαν την εμφάνιση συγκεκριμένων σωματικών συμπτωμάτων σε διάφορα συναισθήματα, (π.χ. πόνος, φόβος, θυμός, ευδαιμονία κλπ.). Για το Δημόκριτο, η ατομική ευτυχία είναι συνυφασμένη με τη συναισθηματική γαλήνη που βασίζεται στη γνώση και η ευδαιμονία με τη νοητική και σωματική ισορροπία, η οποία επέρχεται όταν η ψυχή απαλλάσσεται από όλα τα πάθη της, όπως ο έρωτας, το μίσος, ο θυμός, ο πόνος, η θλίψη, η ηδονή, η άμιλλα, ο φόβος, κά. Ο Σωκράτης πρέσβευε ότι η λειτουργία των συναισθημάτων εξαρτάται από την ηθική συνείδηση του ατόμου. Το συναίσθημα μάλιστα του έρωτα, κατά το Σωκράτη, το οποίο αναπτύσσεται μεταξύ δασκάλου και μαθητή, εκφράζεται ως φιλία μεταξύ τους που οδηγεί στη βελτίωση και ανέλιξη του εαυτού και των δύο.
Ο Πλάτωνας, ήταν, όπως τονίσαμε παραπάνω, ο εκφραστής της πρώτης ψυχοσωματικής θεωρίας για τα συναισθήματα, επειδή πρόβαλε τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση και συσχέτιση καθώς και το ρόλο που διαδραματίζει για την ανθρώπινη συμπεριφορά η ικανότητα ελέγχου και ρύθμισής τους. Τα συναισθήματα, κατά τον Πλάτωνα, διακρίνονται σε ανώτερα και κατώτερα. Στα κατώτερα συναισθήματα, τα οποία εδράζουν στο θνητό μέρος της ψυχής που αντιστοιχεί στο φυσικό σώμα, συγκαταλέγονται ο θυμός, ο φόβος, η άμιλλα, το μίσος, κά, ενώ στα ανώτερα συναισθήματα, τα οποία βρίσκονται στην αθάνατη ψυχή που βρίσκεται στο κεφάλι, περιλαμβάνονται ο φιλοσοφικός και διανοητικός έρωτας.
Η πιο συστηματική, όμως, προσέγγιση του περιεχομένου και τρόπου έκφρασης των συναισθημάτων αποδίδεται στον Αριστοτέλη. Στη Ρητορική του, για παράδειγμα, θεωρεί ότι τα συναισθήματα ‘είναι διαθέσεις, προσωρινές καταστάσεις του νου και όχι ιδιότητες του χαρακτήρα ή φυσικές επιθυμίες, που προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό από την επικρατούσα αντίληψη για το τι αποδίδεται δημόσια σε κάποιον ή από κάποιον σε μία δεδομένη στιγμή. Υπό αυτήν τη μορφή, τα συναισθήματα επηρεάζουν τις κρίσεις’ (βλ. Βουτυρά, 2009, σελ. 15). Στην προσπάθειά του, μάλιστα, να ορίσει τα χαρακτηριστικά του επιτυχημένου Ρήτορα, κάνει αναφορά στη φύση των συναισθημάτων. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι ο Ρήτορας προκειμένου να πείσει κάποιον πρέπει να γνωρίζει: α) τη φύση ή τον ορισμό του συναισθήματος, την κατάσταση, δηλαδή, του μυαλού του ατόμου που αισθάνεται αυτό το συναίσθημα, β) το αντικείμενο του συναισθήματος, σε ποιους, δηλαδή, απευθύνεται ένα συναίσθημα και τι γίνεται αισθητό από αυτό, γ) την αιτία του συναισθήματος, γιατί, δηλαδή, το συναίσθημα γίνεται αισθητό και σε ποιες περιστάσεις λειτουργεί. Κάνει μάλιστα λόγο για τα ‘ανταγωνιστικά ζευγάρια’ των συναισθημάτων, τα οποία είναι: Θυμός-αμνησικακία, αγάπη-μίσος, φόβος-εμπιστοσύνη, ντροπή-αναίδεια, καλοκαγαθία-αδιαφορία, οίκτος-δυσαρέσκεια, ζηλοτυπία-φθόνος, άμιλλα-περιφρόνηση. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη σχέση ανάμεσα στον τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων και τη φυσιολογία του σώματος. Το συναίσθημα της δειλίας, για παράδειγμα, δημιουργείται όταν το αίμα είναι αραιό, το συναίσθημα του φόβου όταν είναι κρύο ως αποτέλεσμα της ανακατανομής της ζωτικής θερμότητας στο σώμα και εκδηλώνεται με τρέμουλο της φωνής, αύξηση των καρδιακών παλμών, τσιριχτή φωνή, δίψα, έκκριση ιδρώτα, κά.
Στις θεωρίες για τα συναισθήματα που διατυπώθηκαν μετά τον Αριστοτέλη επικρατεί το ενδιαφέρον για μία καλύτερη ζωή. Οι θεωρίες αυτές εκφράστηκαν, κυρίως, από τους Στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι πρέσβευαν ότι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι η επίτευξη ενάρετου βίου, ο οποίος του εξασφαλίζει την ηρεμία, τη γαλήνη και την αταραξία της ψυχής μέσα από την απελευθέρωση όλων των παθών. Τα πάθη, τα οποία αποτελούν μία άλογη και αφύσικη κίνηση της ψυχής που μας παρασύρει σε επικίνδυνες για την ηθική ισορροπία και ευτυχία μας αντιδράσεις, κατηγοριοποιούνται στα εξής τέσσερα βασικά: 1) την όρεξη ή επιθυμία, 2) το φόβο, 3) την ευχαρίστηση ή απόλαυση και 4) τον πόνο ή θλίψη. Ο θυμός, σύμφωνα με το Σενέκα, θεωρείται ως μία ξαφνική και έντονη αναταραχή του μυαλού που έχει ως στόχο την εκδίκηση και προκαλεί υπερβολική θερμότητα στο στήθος, και, κατά τον Πλωτίνο, κύριο εκφραστή του Νεοπλατωνισμού, με τον οποίο κλείνει ιστορικά ο κύκλος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας τον 3ο μ.χ αιώνα, ο θυμός είναι ο συναίσθημα που προκύπτει στο άτομο από την αντίληψη και κατανόηση του δικού του πόνου ή του πόνου των άλλων, και συνδέεται με διαταραχή στο συκώτι ή στο αίμα (Βουτυρά, 2009).
Τον 19ο αιώνα, εμφανίζεται μία πληθώρα διαφορετικών ορισμών για το συναίσθημααπό εκπροσώπους της Φιλοσοφίας και της Ψυχολογίας. Στην αγγλοσαξονική, κυρίως, βιβλιογραφία, συναντά κανείς εναλλακτικά τους όρους συναίσθημα, συγκίνηση, αίσθημα και διάθεση και διάφορους ορισμούς ή θεωρίες για τα συναισθήματα. Ο όρος συναίσθημα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, κατά τα μέσα του 18ου αιώνα, από τον Άγγλο φιλόσοφο Hume για να δηλώσει το αξιακό και ηθικό σύστημα του ανθρώπου. Σε σύγχρονες ψυχολογικές θεωρίες για τα συναισθήματα, όπως στη θεωρία των θετικών συναισθημάτων της Fredrickson (1998, 2001) ο όρος συναίσθημα υποδηλώνει, όπως και σε προγενέστερες θεωρίες, τις διάφορες αντιδράσεις του οργανισμού στις περιβαλλοντικές εξελίξεις, οι οποίες εκδηλώνονται σε διάφορα επίπεδα, το εκφραστικό, το γνωσιακό, το νευρολογικό, το φυσιολογικό ή βιολογικό κά. Ο παραπάνω ορισμός, ο οποίος εμπεριέχει επίγνωση του συγκινησιακού βιώματος, φαίνεται να έχει γίνει αποδεκτός σήμερα από τους περισσότερους ψυχολόγους που ασχολούνται με τη μελέτη των συναισθημάτων.
Αικ. Μαριδάκη-Κασσωτάκη, Καθηγήτρια
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιo