Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Ο ρόλος της συναισθηματικής νοημοσύνης στο χώρο της εκπαίδευσης, της εργασίας και της υγείας


Ένας μεγάλος αριθμός μελετών, που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, εξετάζει το ρόλο που διαδραματίζει η συναισθηματική νοημοσύνη στις ακαδημαϊκές ή σχολικές επιδόσεις των νέων. Παρά το γεγονός ότι οι διαπιστώσεις που προκύπτουν από τις μελέτες αυτές είναι αντικρουόμενες, οι απόψεις που κυριαρχούν σε αυτές υποστηρίζουν τη σχέση ανάμεσα στη συναισθηματική νοημοσύνη και τις ακαδημαϊκές ή σχολικές επιδόσεις (Βουτυρά, 2009, Maridaki-Kassotaki, 2004).

Σύμφωνα με πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα, η συναισθηματική νοημοσύνη σχετίζεται με την ικανοποίηση και τις επιδόσεις των ατόμων στο χώρο της εργασίας (Petrides, et al., 2004) καθώς και με την ικανοποίηση και επιτυχία που τα άτομα βιώνουν στη ζωή (Qualter, Gardner, & Whiteley, 2007). Επηρεάζει επίσης τις αποφάσεις των νέων για την επιλογή των ακαδημαϊκών τους σπουδών (Kafetsioς, Maridaki-Kassotaki, Zammuner, Zampetakis, & Vouzas, 2009).

Εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος της συναισθηματικής νοημοσύνης και στο χώρο της υγείας. Σε πρόσφατη έρευνα, που πραγματοποιήθηκε, για πρώτη φορά στον ελληνικό και στο διεθνή χώρο, ανάμεσα σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο, βρέθηκε ότι συστατικά της συναισθηματικής νοημοσύνης, όπως η αδυναμία διαχείρισης και ρύθμισης των συναισθημάτων και η συχνότητα έκφρασης αρνητικών συναισθημάτων αποτελούν παράγοντες πρόβλεψης της παραπάνω νόσου (Kravvariti, Maridaki-Kassotaki, & Kravvaritis, 2009). Η μελέτη αυτή διευρύνει διαπιστώσεις προγενέστερων μελετών από τις οποίες προκύπτει ότι το άγχος και άλλα αρνητικά συναισθήματα, όπως ο φόβος, ο θυμός κλπ. συνδέονται με την εμφάνιση καρδιοαγγειακών παθήσεων.

Ανάλογα συμπεράσματα προέκυψαν από έρευνα που εξέτασε τη σχέση ανάμεσα στη συναισθηματική νοημοσύνη και τη διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά των νέων. Βρέθηκε, δηλαδή, ότι συστατικά της ΣΝ, όπως η χαμηλή αυτο-εκτίμηση, η χαμηλή αντοχή στο στρες, η απαισιοδοξία και η έλλειψη ευτυχίας σχετίζονται με τη διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά σε νέους ηλικίας 19-22 ετών (Βλαχάκη & Μαριδάκη-Κασσωτάκη, 2004).

Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις παραπάνω μελέτες καταδεικνύουν την αναγκαιότητα σχεδιασμού προγραμμάτων παρέμβασης, με επιστημονικό τρόπο και επιστημονικά κριτήρια, για την εφαρμογή τους σε νευραλγικούς χώρους, όπως της εκπαίδευσης, της εργασίας και της υγείας με σκοπό τη μεγιστοποίηση των ευεργετικών συνεπειών της συναισθηματικής νοημοσύνης στα άτομα που σχετίζονται με τους χώρους αυτούς.

Στο χώρο της εργασίας, για παράδειγμα, έχει διαπιστωθεί ότι τα προγράμματα που αποσκοπούν στην αύξηση των κινήτρων των εργαζομένων, στη διαχείριση του άγχους και των διαπροσωπικών τους σχέσεων συμβάλλουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους (Πλατσίδου, 2004, 2010). Στο χώρο της υγείας τα προγράμματα καλλιέργειας της συναισθηματικής νοημοσύνης αποσκοπούν στην ανάπτυξη επικοινωνίας ανάμεσα στον ασθενή και το γιατρό προς όφελος και των δύο και ιδιαίτερα των ασθενών και της θεραπευτικής τους αγωγής.

Όσον αφορά στην εκπαίδευση, η ενσωμάτωση τέτοιων προγραμμάτων στα σχολικά προγράμματα έχει ιδιαίτερη σημασία για το σχολείο, αποστολή του οποίου δεν είναι μόνο η μετάδοση γνώσεων και η καλλιέργεια γνωστικών δεξιοτήτων, αλλά και η ανάπτυξη του συναισθήματος και των σχετικών με αυτό δεξιοτήτων. Σε πολλά σχολεία της Αμερικής, για παράδειγμα, εφαρμόζονται προγράμματα ανάπτυξης της συναισθηματικής έκφρασης και των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών (Qualter et al., 2007). Στην Ελλάδα, έχουν γίνει προσπάθειες για τη συναισθηματική ανάπτυξη μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου από μεμονωμένους ερευνητές και όχι από την πολιτεία, όπως θα έπρεπε (βλ. π.χ. Χατζηχρήστου, 2004). Κυκλοφορούν επίσης και βιβλία με ασκήσεις για την εξάσκηση των συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων (ενδεικτικά βλ. Gottman, 2000, Τριλίβα & Chiementi, 2000), τα οποία ευελπιστούμε ότι θα προσελκύσουν την προσοχή των παιδαγωγών και ιδιαίτερα των υπευθύνων για τη σύνταξη των σχολικών προγραμμάτων, για να αναλάβουν πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή προς όφελος της μαθησιακής διαδικασίας και της βελτίωσης της ψυχικής υγείας των μαθητών.
Αικ. Μαριδάκη-Κασσωτάκη, Καθηγήτρια
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιo